μαραθώνιος

μαραθώνιος
Βλ. λ. αθλητισμός (αγωνίσματα).
* * *
-α, -ο (AM μαραθώνιος, -ία, -ον) [Μαραθώνας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα
II νεοελλ.
1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια
ο κάτοικος τού Μαραθώνα
2. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια («μαραθώνια συνεδρίαση»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο μαραθώνιος
μτφ. επίπονη προσπάθεια
4. φρ. «μαραθώνιος δρόμος» ή, απλώς, «μαραθώνιος» — αγώνας δρόμου από τον Μαραθώνα ώς την Αθήνα, που έχει συμπεριληφθεί και στα σύγχρονα ολυμπιακά αγωνίσματα και περιλαμβάνεται επίσης σε όλες τις μεγάλες συναντήσεις στίβου, είναι απόστασης 42 χιλιομέτρων και καθιερώθηκε σε ανάμνηση τής διαδρομής τού οπλίτη Φειδιππίδη από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για την αναγγελία τής νίκης τών Ελλήνων κατά τη μάχη τού Μαραθώνα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Μαραθώνια
εορτές που γίνονταν σε ανάμνηση τής νίκης τών Ελλήνων επί τών Περσών στον Μαραθώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μαραθώνιος — overgrown with fennel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραθώνιος — α, ο 1. ο σχετικός με το Μαραθώνα. 2. μτφ., με μεγάλη διάρκεια: Η απόφαση των ενόρκων βγήκε ύστερα από μαραθώνια συνεδρίαση. 3. «μαραθώνιος δρόμος», αγώνισμα δρόμου αντοχής περίπου 42 χλμ., όση η απόσταση από το Μαραθώνα ως την Αθήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαραθώνιος — ο θηλ. α ο κάτοικος του Μαραθώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαραθωνίων — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem gen pl Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθώνιον — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc acc sg Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθωνίοις — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθωνίου — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθωνίῳ — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθώνια — Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαραθώνιαι — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”